- θεατρικογράφος
- οδημοσιογράφος που γράφει σχετικά με τη θεατρική κίνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεατρικογράφος — ο ο συντάκτης που δημοσιεύει σε εφημερίδες ή περιοδικά θεατρικές ειδήσεις και εντυπώσεις, καθώς και μικρές κριτικές για θεατρικά έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρικός + γράφος*, κατά τα αρθρογράφος, επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek